τοξεία

τοξεία
ἡ, Α [τοξεύω]
1. η τέχνη τού να τοξεύει κανείς
2. (περιλπτ.) το στρατιωτικό σώμα τών τοξοτών, οι τοξότες
3. στον πληθ. αἱ τοξεῑαι- τα τόξα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τοξεία — τοξείᾱ , τοξεία archery fem nom/voc/acc dual τοξείᾱ , τοξεία archery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξείᾳ — τοξείᾱͅ , τοξεία archery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξείας — τοξείᾱς , τοξεία archery fem acc pl τοξείᾱς , τοξεία archery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξείαν — τοξείᾱν , τοξεία archery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξειῶν — τοξεία archery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξείαις — τοξεία archery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτοξεία — ἱπποτοξεία, ἡ (Μ) η τέχνη τού ιπποτοξότη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τοξεία (< τοξεύω)] …   Dictionary of Greek

  • τοξασμός — ὁ, Μ [τοξάζομαι] τοξεία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”